περιπολεῖ — περιπολέω go round pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) περιπολέω go round pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) περιπολέω go round pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) περιπολέω go round pres ind act 3rd sg (attic epic doric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
περίπολος — η, ο / περίπολος, ον ΝΑ [περιπέλομαι]·Α. αυτός που περιφέρεται και φρουρεί έναν τόπο 2. το αρσ. ως ουσ. ο περίπολος φρουρός με αποστολή την φρούρηση ή και την κατασκόπευση ενός τόπου («περιπόλους ἔταξε καὶ ἐπισκόπους τῶν ἀγρῶν», Πλούτ.) 3. το θηλ … Dictionary of Greek
περιπολώ — περιπολῶ, έω, ΝΜΑ [περίπολος] περιφέρομαι ως φρουρός ενός τόπου ή ως ανιχνευτής σε καιρό πολέμου («οἵ τε φρουρεῑν ἐν τοῑς φρουρίοις, οἵ τε πελτάζειν καὶ περιπολεῑν τὴν χώραν», Ξεν.) μσν. ασχολούμαι με κάτι αρχ. 1. κινούμαι γύρω από κάτι,… … Dictionary of Greek
Κατσώνης — Υποβρύχιο του ελληνικού πολεμικού στόλου, το οποίο ναυπηγήθηκε την περίοδο 1926 27 στη Γαλλία. Είχε εκτόπισμα 556 τόνων στην επιφάνεια και 775 σε κατάδυση και η ταχύτητά του ήταν 14 και 9 κόμβοι αντίστοιχα. Το Κ. ήταν εξοπλισμένο με έξι… … Dictionary of Greek
περιπολάρχης — ο ο αρχηγός της περιπόλου, επικεφαλής της ομάδας που περιπολεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)